- ὀλέσειε
- ὄλλυμιdestroyaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κυψελίδαι — Κυψελίδαι, αἱ (Α) οι απόγονοι τού Κυψέλου («ὡς δὲ Κυψελιδῶν Ζεὺς ὀλέσειε γένος», Θεόγν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Κύψελος + πατρωνυμική κατάλ. ίδης] … Dictionary of Greek